- αγροικηρός
- ἀγροικηρός, -ά, -όν (Μ) [ἄγροικος]αυτός που ταιριάζει στον αγροίκο, αυτός που έχει τραχύτητα και σκληρότητα στη συμπεριφορά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγροικηρός — boorish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροικηρήν — ἀγροικηρός boorish fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek